τραχήλιος

τραχήλιος
(I)
ο, Ν
ζωολ. γένος βλεφαριδοφόρων πρωτοζώων τής τάξης τών ολοτρίχων.
————————
(II)
ὁ, Α [τράχηλος]
τραχηλιαίος («κόσμος τραχήλιος», Ανέκδοτα Βεκκήρου).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • τράχηλος — Οικισμός (υψόμ. 10 μ.), στην πρώην επαρχία Κισσάμου, του νομού Χανίων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Γραμβούσης. * * * ο, ΝΜΑ, και δωρ. τ. τράχαλος και ετερόκλιτος τ. πληθ. τράχηλα τὰ, Α 1. το στενό και κυλινδρικό τμήμα τού σώματος το οποίο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”